- τινθός
- τινθός, όν,A boiling-hot, Hsch. (τιντόν cod.).II as Subst., the steam of a cauldron, Lyc.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινθός — boiling hot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινθός — όν, και κώδ. τιντόν Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «τινθόν ἑφθόν» 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τινθός ατμός που βγαίνει από χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τινθ αλέος* με κατάλ. ος] … Dictionary of Greek
τινθῷ — τινθός boiling hot masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)